συμπεριτρέπεται

συμπεριτρέπεται
σύν-περιτρέπω
turn and bring round
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συμπεριτρέπω — Α 1. ανατρέπω κάτι μαζί με άλλους 2. παθ. συμπεριτρέπομαι (για τα φύλλα τού ηλιοτροπίου) στρέφομαι σε σχέση με κάτι («τῇ τοῡ ἡλίου κλίσει συμπεριτρέπεται», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + περιτρέπω «ανατρέπω, αναποδογυρίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”